- επιτάφιος
- -α, -ο1. που βρίσκεται πάνω ή κοντά στον τάφο, ο επιτύμβιος: Επιτάφια στήλη.2. που γίνεται στον ενταφιασμό, επικήδειος, νεκρώσιμος: Επιτάφιος λόγος.3. το αρσ. ως ουσ., επιτάφιος, α. η ακολουθία της κήδευσης του Ιησού, που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή, ο επιτάφιος θρήνος. β. ιερό άμφιο, στο οποίο είναι ζωγραφισμένη ή κεντημένη η εικόνα της κήδευσης του Χριστού. γ. το ίδιο το κουβούκλιο όπου απλώνεται για προσκύνηση η εικόνα της κήδευσης του Χριστού την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.